Αναπαραγωγής
Η παρουσία μιας ομάδας ιών έρπη είναι η βασικότερη αιτία της αύξησης των τοξικών κυττάρων ΝΚ κύτταρα (Νatural Κiller cells).
Ανοσολογία της Αναπαραγωγής
Αναλυτικότερα η παρουσία μιας ομάδας ιών (των ερπητοϊών στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ιός του απλού έρπη) βρέθηκε ότι είναι η βασικότερη αιτία της αύξησης κάποιων τοξικών κυττάρων στο αίμα που είναι γνωστά σαν ΝΚ κύτταρα ή φυσικοί φονείς ή Νatural Κiller cells. Αυτά είναι γνωστά κύτταρα που η συγκέντρωσή τους είναι αυξημένη στο αίμα γυναικών με ιστορικό υπογονιμότητας άγνωστης αιτιολογίας και των οποίων η ποσοτική εκτίμηση αποτελεί πρώτη προτεραιότητα στην διερεύνηση του υπογόνιμου ζεύγους με την εξέταση του Ανοσοφαινότυπου Λεμφοκυττάρων Περιφερικού Αίματος. Πολύ μεγάλο ποσοστό (~35%) γυναικών με πρόβλημα σύλληψης εμφανίζει αύξηση των ΝΚ κυττάρων στο αίμα (βλ. μελέτη του κέντρου μας Locus Medicus που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Fertility and Sterility, Σεπτέμβριος 2003). Φαίνεται ότι σε μεγάλη πλειοψηφία η αύξηση οφείλεται σε υποκλινική αντίδραση ένατι των ερπητοϊών στις γυναίκες αυτές. Όταν η ερευνητική μας ομάδα παρατήρησε την εμπλοκή των ιών στην υπογονιμότητα, πάρα πολλά ζευγάρια με αυτού του είδους το πρόβλημα πέτυχαν τον στόχο τους μετά από μια πολύ απλή αντιϊκή θεραπευτική αντιμετώπιση. Η επιτυχία αφορούσε κυρίως περιπτώσεις όπου τα NK στο περιφερικό αίμα βρίσκονταν σε παθολογικά επίπεδα αλλά σε σχετικά μικρή απόκλιση από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια. Αντίθετα, όταν η απόκλιση από το φυσιολογικό ήταν μεγαλύτερη, τότε το Εμβόλιο Λεμφοκυττάρων που εφαρμόζουμε από το 1998, αποτελεί σύμφωνα με την εμπειρία μας αναμφισβήτητα την πιο αξιόπιστη θεραπεία.
Μέχρι σήμερα, οι μέθοδοι που εφαρμόζονταν για την ανίχνευση της παρουσίας ιών φαίνεται ότι δεν ήταν καθόλου ευαίσθητες. Με την χρήση όμως των μοριακών (DNA) τεχνικών αποκαλύπτεται ότι οι ιοί υπάρχουν μέσα μας σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από αυτή που οι επιστήμονες υπολόγιζαν.
Στις περιπτώσεις αποβολών 1ου τριμήνου, στην ιστολογική εικόνα του υλικού απόξεσης (carrietage), χαρακτηριστική είναι η παρουσία των κυτταροτοξικών ΝΚ λεμφοκυττάρων (CD16+) με τρόπο διάχυτης κατανομής και με τροπισμό προς τα σημεία επαφής με τα εμβρυϊκά κύτταρα. Πιο συγκεκριμένα, τα κύτταρα αυτά περιβάλλουν νεκρωτικές περιοχές του φθαρτού (εγκυμονούντος ενδομήτριου), στις οποίες περιλαμβάνονται φυσιολογικά άφθονα, διασκορπισμένα εμβρυικά κύτταρα. Δεν βλέπουμε κανέναν άλλο λόγο πέραν από το να δημιουργήθηκαν οι νεκρώσεις εκεί ακριβώς που τα ΝΚ λεμφοκύτταρα συναντήθηκαν και άσκησαν τοξικότητα στα κύτταρα του εμβρύου, τα οποία αποτελούν σύμφωνα με τους κανόνες της ανοσολογίας ιδανικούς στόχους για την δράση των ΝΚ.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τέτοιες εικόνες, δηλ. με συνύπαρξη ΝΚ κυττάρων, εμβρυικών κυττάρων και νέκρωσης είναι δυνατόν να παρατηρηθούν και σε περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση των ΝΚ στο περιφερικό αίμα είναι φυσιολογική. Αυτό ήταν και το κύριο κίνητρο ώστε να ενοχοποιήσουμε το έμβρυο ότι θα μπορούσε να φέρει στο εσωτερικό του ιϊκά αντιγόνα.
Διαχρονικά, την ερευνητική μας ομάδα απασχολεί η ενδεχόμενη παρουσία αντίστοιχων ιών και στο σπέρμα. Το προβλεπόμενο αποτέλεσμα μίας τέτοιας παρουσίας ύστερα από κάθετη μετάδοση των ιών στο έμβρυο, θα ήταν α) η αδυναμία του εμβρύου για σωστό πολλαπλασιασμό, β) η απόρριψη του μολυσμένου εμβρύου από τους αμυντικούς μηχανισμούς της γυναίκας και γιατί όχι, γ) η δημιουργία λειτουργικών προβλημάτων του εμβρύου που μπορούν να φανούν σε όψιμες φάσεις της κύησης. Η περιεκτικότητα των σπερματοζωαρίων σε μικροοργανισμούς δεν έχει απασχολήσει τον ιατρικό κλάδο σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με την δική μας άποψη, η καθαρότητα του γενετικού υλικού του πρώτου κυττάρου του εμβρύου είναι θεμελιώδους σημασίας.
Η παρουσία ενδοκυτταρικών παθογόνων και ιών όπως ο HSV1 / 2 και ο CMV στο σπέρμα μπορεί να οδηγήσει στη κάθετη μετάδοσή τους από το σπέρμα στο πρώτο κύτταρο του εμβρύου κατά τη γονιμοποίηση. Η παρουσία ιϊκού DNA ανάμεσα στο εμβρυϊκό γονιδίωμα μπορεί να οδηγήσει σε έκφραση ιϊκών αντιγόνων από τα εμβρυϊκά κύτταρα. Έτσι προκαλείται τροπισμός των ΝΚ λεμφοκυττάρων εναντίον τους, με αποτέλεσμα την ανοσολογική απόρριψη του εμβρύου. Υπενθυμίζουμε ότι τα κύτταρα στόχος είναι αυτά που η λειτουργία τους είναι η ανάπτυξη μηχανισμών κλοπής οξυγόνου από τα αγγεία του ενδομητρίου. Τα κύτταρα αυτά που ονομάζονται κύτταρα διάμεσης τροφοβλάστης είναι αυτά ακριβώς που παράγουν την χοριακή (β-hCG). Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα πρώιμες αποβολές οι οποίες εσφαλμένα να ερμηνεύονται ως αδυναμία σύλληψης όταν λαμβάνουν χώρα πριν από την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης με τον ορμονικό έλεγχο της χοριακής, ή ακόμα μπορεί να εκδηλωθεί με επαναλαμβανόμενες αποβολές ανοσολογικής αιτιολογίας.
Ακόμη και στην περίπτωση επιβίωσης του εμβρύου μετά από κάθετη μετάδοση ιών, υπάρχει η πιθανότητα οι ιοί να θεωρούνται από το νέο οργανισμό σαν “self” και να μην αντιμετωπίζονται στο υπόλοιπο της ζωής. Ως αποτέλεσμα, το έμβρυο θα είναι ανεκτικό έναντι αυτών των παθογόνων και θα συνυπάρχει επομένως με αυτά στο μέλλον με απρόβλεπτες συνέπειες.
Για την πρόληψη και αποφυγή των παραπάνω προτείνουμε την εξέταση SPI ™ TEST (sperm pathogen immunophenotyping), μια νέα, κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, βραβευμένη διαγνωστική δοκιμασία που επιτρέπει για πρώτη φορά την ανίχνευση ενδοκυτταρικών παθογόνων όπως ιοί (π.χ. CMV, HSV 1/2) και Χλαμύδια μέσα στα σπερματοζωάρια, με κυτταρομετρία ροής.
Η δοκιμασία SPI ™ επιτρέπει την αιτιολογική έρευνα της υπογονιμότητας του ανδρικού παράγοντα όπως αυτός μπορεί να συμμετέχει στα ανοσολογικά αίτια, της πρόωρης αποτυχίας της εγκυμοσύνης και των επαναλαμβανόμενων αποβολών που οφείλονται σε παθογόνα που προέρχονται από σπέρμα, ακόμη και σε περιπτώσεις χρόνιων, υποκλινικών λοιμώξεων όπου συμβατικές μέθοδοι όπως οι καλλιέργειες, ο ανοσοφθορισμός και η PCR αποτυγχάνουν να τις ανιχνεύσουν. Είναι η πιο ευαίσθητη δοκιμασία που διατίθεται στο εμπόριο (πιο ευαίσθητη από τις τυποποιημένες μεθόδους ανίχνευσης που έχουν σαν με βάση την PCR), ενώ ταυτόχρονα παρέχει εξαιρετική ειδικότητα, επιτρέποντας την συσχέτιση μεταξύ μόλυνσης και τύπου μολυσμένου κυττάρου.
Συμπερασματικά θεωρούμε ότι η ανοσολογική αιτιολογία αποτελείται από δύο μέρη: Το ένα αφορά την επιθετικότητα της γυναίκας εναντίον εμβρυϊκών αντιγόνων (το πιθανότερο ιογενών) και ερευνάται με τον ανοσοφαινότυπο, ενώ το δεύτερο αφορά την περιεκτικότητα των σπερματοζωαρίων και άρα του εμβρύου σε αντιγόνα που αναγνωρίζονται κυρίως με την ανοσολογική εξέταση SPI.