
Αφού ασχολούνται τόσοι επιστήμονες με την υπογονιμότητα, γιατί υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα;
Α. Υπάρχει μεγάλη ασάφεια στην επικρατούσα αντίληψη των δύο κύριων αιτίων της υπογονιμότητας.
Το πρόβλημα της υπογονιμότητας και των αποβολών είναι πολύ συχνό αφού αφορά ένα στα πέντε ζευγάρια. Είναι λοιπόν λογικό να αφορά πολλούς επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων, αφού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εμπλέκονται συνδυασμοί πολλών επιμέρους αιτίων. Ένας από τους πιο μελετημένους παράγοντες είναι η θρομβοφιλική προδιάθεση και συνήθως εξετάζεται κατά προτεραιότητα και λεπτομερώς από την πλειοψηφία των γυναικολόγων. Πιθανά επειδή είναι πιο σαφές το γνωστικό αντικείμενο, ίσως γι’ αυτό είναι και πιο “popular’’. Άλλοι όμως πολύ πιο σύνθετοι, όπως ο ανοσολογικός και ο μολυσματικός παράγων, που καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο ευθύνης στην υπογονιμότητα, δυστυχώς σε καθημερινό επίπεδο υποεκτιμώνται ή αντιμετωπίζονται πιο πρόχειρα. Μάλιστα οι ερευνητές δεν έχουν καθορίσει στην ιατρική κοινότητα παγκοσμίως, ούτε την έκταση ούτε τον σαφή ρόλο των δύο αυτών παραγόντων. Έτσι λοιπόν οι κλινικοί γιατροί αφενός βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με το θέμα και αφετέρου ολοένα τροφοδοτούνται από διάφορες προσωπικές απόψεις και λεπτομέρειες, που όμως δεν είναι εύκολο να τις υιοθετήσουν με ασφάλεια και να τις τοποθετήσουν στην ήδη υπάρχουσα γνώση. Πολύ δε περισσότερο όταν πολλές επιστημονικές θέσεις αλληλοαναιρούνται μέσα από την επίσημη διεθνή βιβλιογραφία!
Β. Οι γιατροί που ασχολούνται με την υπογονιμότητα, ασχολούνται και με πολλά σημαντικά μεν, άσχετα όμως με το θέμα, αντικείμενα.
Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι ότι ο γιατρός κάθε ειδικότητας που ασχολείται με την υπογονιμότητα, έχει διαμορφώσει κυρίως εμπειρικά τις δικές του προσωπικές απόψεις για τον τρόπο ανάλυσης και αντιμετώπισης της υπογονιμότητας και των αποβολών, συνήθως διαφορετικό από των υπολοίπων. Αυτό ως γνωστόν δεν συνεισφέρει ικανοποιητικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος σε μεγάλη αναλογία ζευγαριών. Δεδομένου ότι σχεδόν κανείς δεν ασχολείται αποκλειστικά (ως μόνο αντικείμενο) με τη διερεύνηση της υπογονιμότητας στα πλαίσια της καθημερινής εντατικοποίησης, ο γιατρός σπανιότατα βρίσκει χρόνο και νηφαλιότητα σκέψης για την αξιολόγηση των νέων δεδομένων ή ακόμα περισσότερο για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τη συγκεντρωτική μελέτη των ίδιων των περιστατικών του. Είναι δε τόσο πολυπαραγοντικό θέμα η υπογονιμότητα που πολύ εύκολα απορρίφθηκαν στο παρελθόν προσεγγίσεις και θεραπείες, επειδή τάχα δεν θεράπευσαν το πρόβλημα της υπογονιμότητας στο σύνολό του! Με άλλα λόγια στην καθημερινή πρακτική και στο επίπεδο του γρήγορου ιατρείου έχει ενσωματωθεί κυρίως ό,τι εξυπηρετεί την ευκολία προσέγγισης και αντιμετώπισης. Απόψεις του τύπου «έτυχε» ή ακόμα «δεν μείνατε έγκυος, άρα πρέπει να προχωρήσετε σε εξωσωματική», που προσωπικά τις χαρακτηρίζω τουλάχιστον αβασάνιστες, δυστυχώς επικρατούν.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι επίσημες κατευθύνσεις δυτικοευρωπαϊκών επιστημονικών κοινοτήτων που πρωτοστατούν σε άλλους τομείς της ιατρικής, αλλά όχι στη διερεύνηση υπογονιμότητας, έχουν προωθήσει το «έτυχε» και στα πλαίσια της οικονομίας δεν διαθέτουν κρατικά κονδύλια για τη διερεύνηση ενώ αντίθετα καλύπτουν επαρκώς θεραπείες όπως αυτές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έτσι ζευγάρια με πλημμελή διερεύνηση, υφίστανται διεγέρσεις και ανεπιτυχείς προσπάθειες, ενώ σημαντικότατοι παράμετροι όπως ο ανοσολογικός παράγων ή οι λοιμώξεις, που δεν παρακάμπτονται με την εξωσωματική, δεν έχουν καν διερευνηθεί. Ο βασικότερος λοιπόν λόγος κατά τη άποψή μου είναι η πολυπαραγοντικότητα του προβλήματος και η μεγάλη συνθετότητα των περισσότερων επί μέρους αιτίων.
Γ. Ασαφή εργαστηριακά αποτελέσματα και προβλήματα στην αξιολόγηση τους.
Ένα άλλο θέμα ιδιαίτερα σοβαρό που συχνά μπορεί να έχει μεγάλες συνέπειες και εύκολα παραβλέπεται είναι η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων των εργαστηριακών εξετάσεων. Πολύ συχνά γίνονται εξετάσεις σε μη εξειδικευμένα εργαστήρια που δεν έχουν να προσφέρουν το κάτι παραπάνω προς τη κατεύθυνση της υπογονιμότητας. Έτσι ένας έμπειρος ειδικός που τον ενδιαφέρει το κάτι παραπάνω, είναι υποχρεωμένος ή να αποδεχτεί με δόση ανασφάλειας τις προσκομιζόμενες εξετάσεις ή να τα ξαναπαραγγείλει με κάθε συνέπεια (κόστος, δυσανασχέτηση κ.λ.π.)
Το σωστό είναι ο κλινικός γιατρός να ξέρει να αξιολογεί εύστοχα κάθε πληροφορία που μπορεί να παρέχει ένα εργαστήριο και το εργαστήριο να παρέχει όσο γίνεται περισσότερες διευκολύνσεις και σαφείς πληροφορίες στον κλινικό, για την προσέγγιση των αιτίων. Εξετάσεις όμως, όπως το σπερμοδιάγραμμα ή ο κατακερματισμός του DNA των σπερματοζωαρίων ή ακόμα και η μικροσκόπηση του άμεσου παρασκευάσματος του τραχηλικού (και πολλές άλλες εξετάσεις), χρήζουν προσοχής από τον τρόπο και το timing της λήψης έως τη διεξαγωγή της εξέτασης. Μαζί με την εμπειρία του γιατρού όλα αυτά παίζουν σπουδαίο ρόλο στην αξιολόγηση του αποτελέσματος και την μετέπειτα συναξιολόγηση με τα υπόλοιπα εργαστηριακά και κλινικά δεδομένα. Στην εξέταση της διερεύνησης της υπογονιμότητας χρειάζεται εξειδίκευση και προσοχή και σημασία στην λεπτομέρεια σε κάθε εργαστηριακό και κλινικό βήμα. Νομίζω ότι η εξειδίκευση δεν πρέπει να αφορά μόνο τον κλινικό που ασχολείται με την διερεύνηση της υπογονιμότητας αλλά και τον εργαστηριακό που πρέπει να συνεργάζεται στενότατα και να είναι και αυτός κοντά στο ιστορικό και στα λοιπά κλινικοεργαστηριακά δεδομένα του ζεύγους. Θεωρώ ότι αποτελέσματα «χαμηλής αξιοπιστίας» έχουν συνεισφέρει πολύ μέχρι σήμερα στην διαμόρφωση ασάφειας που χαρακτηρίζει την παθοφυσιολογία της υπογονιμότητας στην αντίληψη των κλινικών συναδέλφων που χειρίζονται τα ζευγάρια και έτσι έχουν γίνει προαγωγοί του εύκολου «έτυχε».
Δ. Λείπει ο συντονισμός των ειδικών!
Επιπλέον των όσων αναφέρθηκαν αξιοσημείωτο είναι ότι οι αιτίες που συμμετέχουν στο πρόβλημα συνήθως δεν αντιστοιχούν στο γνωστικό αντικείμενο μόνο μιας ειδικότητας. Τα ζευγάρια συνηθίζεται να εξετάζονται ή από τους γυναικολόγους ή από ανδρολόγους-ουρολόγους ή από σχετιζόμενους παθολόγους, ανοσολόγους, αιματολόγους κ.λπ. Οι γιατροί αυτών των ειδικοτήτων αντιμετωπίζουν καθημερινά εκτός από την υπογονιμότητα και άλλα αντικείμενα, κυρίως χειρουργικά ή μαιευτικά ή υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ή άλλους τομείς παθολογίας και έτσι μόνο μια μικρή αναλογία τους είναι πραγματικά εξειδικευμένοι στη διερεύνηση της υπογονιμότητας. Και πάλι όμως, δεδομένου ότι αυτοί οι δύο παράγοντες, ο ανοσολογικός και ο μολυσματικός, αφορούν συνήθως παράλληλα τα δύο μέλη του ζεύγους, είτε ξεχωριστά είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, σπάνια υπάρχει κάλυψη από μια ή ακόμα και από δύο ξεχωριστές ειδικότητες. Θα λέγαμε λοιπόν ότι οι επιστήμονες στην πλειοψηφία τους αναγνωρίζουν μια μόνο πλευρά του προβλήματος, αυτήν της ειδικότητάς τους, ενώ παράλληλα υποεκτιμούν έως αγνοούν άλλες πτυχές του θέματος και αυτός είναι ο άλλος σημαντικός λόγος. Πρακτικά όσοι αναλαμβάνουν την διερεύνηση των αιτίων της υπογονιμότητας αποτελούν τους μουσικούς μιας ορχήστρας, που είναι όλοι πολύτιμοι αλλά δεν υπάρχει μαέστρος. Χρειάζεται λοιπόν να υπάρχει κάποιος ρόλος pathologist αποκλειστικά και μόνο της διερεύνησης της υπογονιμότητας ως βασικός σύμβουλος του ζεύγους που να υποδεικνύει κάθε στιγμή την διαδοχή των κινήσεων και θεραπειών ακόμα και όταν η διερεύνηση φτάνει στις αναγκαίες λεπτομέρειες που σίγουρα είναι διαφορετικές από ζεύγος σε ζεύγος. Ο ρόλος τους πρέπει να είναι ο καθορισμός της διαδρομής προς την επιτυχία τους κάθε ιδιαίτερου ζεύγους με την λιγότερη κατανάλωση φαρμάκων, χρήματος, χρόνου κ.λπ. Αυτός πρέπει να είναι ο αρμόδιος να αξιολογήσει τις απόψεις των ερευνητών από τη βιβλιογραφία και να εντάξει τα νέα δεδομένα σε μια σωστή διαδικασία διερεύνησης.